Από το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, που εμπνεύστηκε από τους πρωταγωνιστές Μ. Ναπολέοντα της Δύσης και Τσάρο της Ρωσίας, φτάσαμε πάλι στις μέρες μας να έχουμε τον πόλεμο του Πούτιν της Ρωσίας εναντίον του φιλοδυτικού, ως λέγεται, Ουκρανού Ζελένσκυ. Στη διαδρομή της ιστορίας μπορεί τα πρόσωπα να αλλάζουν, άλλωστε δεν θα μπορούσαν να μείνουν για περισσότερο από τη διάρκεια μιας ζωής που καθένα δικαιούται πάνω στη γη και σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά τα γεγονότα των συγκρούσεων και κατά συνέπεια οι πόλεμοι, μικρής ή μεγάλης έκτασης ή διάρκειας, παραμένουν και αφού ανατρέψουν την ειρήνη θα την ξανακτίσουν πάνω στα νέα δεδομένα που προκύπτουν από αυτούς. Όποια κι αν είναι η κατάληξη γι’ αυτόν που προκαλεί τον πόλεμο και γι’ αυτόν που δέχεται την αναίτια ή μη επίθεση, δηλαδή ποιος έχασε ή κέρδισε μετά τον πόλεμο , το βέβαιο είναι ότι οι αθώοι άνθρωποι χάνουν κατ’ ελάχιστο την ειρήνη και γαλήνη μιας ζωής, τις εστίες τους και άλλοι πολλοί την ίδια τη ζωή τους.
Ο Τολστόι παρά το γεγονός ότι έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα ωστόσο για να το κάνει ένα μυθιστόρημα ζωντανής ιστορίας επισκέφθηκε τα πεδία των μαχών και προφανώς μελέτησε πολλά βιβλία ιστορίας θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τους Ναπολεόντειους πολέμους. Επηρεάστηκε στη γραφή του έργου αφού πήρε μέρος στον τότε πόλεμο της Κριμαίας από τον οποίο περιέγραψε τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σεβαστούπολης
Με την εισαγωγική αναφορά μας στο έργο του Τολστόι του τότε και στον πόλεμο που εξελίσσεται αυτές τις μέρας μεταξύ της Ρωσίας και Ουκρανίας θέλουμε να επισημάνουμε ότι οι άνθρωποι, άλλοτε εδώ και άλλοτε αλλού, ποτέ δεν σταμάτησαν να συγκρούονται κατά μόνας , ως κοινωνικές ομάδες, κρατικές ή/και εθνικές οντότητες, με ή και χωρίς συμμάχους. Πάντα όμως με μία σύγκρουση ή σε μια πολεμική σύρραξη επιχειρούνται ανατροπές για μικρά και μεγάλα συμφέροντα, ατόμων από τη μια και εθνικών συλλογικοτήτων και κρατών από την άλλη.
Η «δημιουργική» φύση του πολέμου
Τελικά η «μοίρα» των ανθρώπων καθορίζεται από τα πάθη και τις επιθυμίες τους που αναπτύσσονται και «μεγαλουργούν» με τη βαρβαρότητα του πολέμου που κι αυτή με τη σειρά της γεννιέται μέσα από την Δύναμη γιατί αυτή είναι που τελικά καθορίζει την απαρχή και το τέλος ενός πολέμου δηλαδή μια νέα συνθήκη ειρήνης. Πόσο δίκιο αλήθεια είχε ο Ηράκλειτος όταν είπε την περίφημη φράση «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς» . Ο αιρετικός για πολλούς φιλόσοφος μάλλον δεν περιορίζεται στον πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων, λαών ή κρατών, μόνο με τα όπλα αλλά στον καθημερινό κοινωνικό πόλεμο, που γεννιέται από τις αντιθέσεις και τα συμφέροντα όπως αυτά εκδηλώνονται σε πολλαπλά και εν πολλοίς διαφορετικά επίπεδα, δηλαδή πρόκειται για τον πόλεμο των αντιθέσεων.
Επομένως αυτός ο πόλεμος, έτσι όπως πιο πάνω περιγράφεται, αρχικά αποτελεί το βασικό στοιχείο της ζωής αφού πρόκειται για αγώνα επιβίωσης. Όταν αυτός ο τύπος πολέμου, χωρίς τα όπλα, εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εκτόνωσης των αντιθέσεων και συγκρούσεων, μας οδηγεί στην τελική του μορφή που είναι ο πόλεμος των όπλων. Είναι προφανές ότι δεν εξετάζεται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις το αν ο πόλεμος είναι δίκαιος αφού τα κριτήρια που θέτει αυτή η μορφή πολέμου είναι αυθαίρετα και γι’ αυτό ο πόλεμος σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα άδικος γι’ αυτούς που υφίστανται τις μεγαλύτερες και τραγικές του συνέπειες. Μ’ άλλα λόγια αυτοί που βρίσκονται στην πλευρά του αδύναμου, δέχονται την επίθεση από τον ισχυρό που αποφασίζει να λύσει τις όποιες «διαφορές», έστω και αν δεχθούμε ότι πραγματικά υπάρχουν, αφού στις περισσότερες, αν όχι σε όλες , περιπτώσεις, οι επικαλούμενες διαφορές είναι προσχηματικές. Τελικά αποδεικνύεται αληθής η ρήση του Ηράκλειτου ότι αυτή η αέναη σύγκρουση που οδηγεί σε ένα αέναο γίγνεσθαι και κινεί όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες (ενέργεια οικονομία, εμπόριο, κ.λπ.) , όταν φτάσει σε ένα αδιέξοδο , φυσικό ή τεχνητό, σε ότι αφορά στα μεγάλα κυρίως συμφέροντα, ο πόλεμος με όπλα είναι μια «επιλογή» που θα «αποκαταστήσει την αταξία των συμφερόντων» και όπως πάντα θα φέρει μια νέα ειρήνη.
Είναι επιβεβαιωμένο ότι μία απόλυτη στρατιωτική δύναμη, χρησιμοποιεί τον πόλεμο, για την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης με την αναδιανομή των πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέργειας και τελικά επιφέρει την αναδιοργάνωση της οικονομίας γιατί όπως γράφει ο Κίπλινγκ «το πρώτο θύμα ενός πολέμου είναι η αλήθεια».
H ενεργοποίηση της πολεμικής μηχανής, είτε ως απειλή είτε ως πράξη, της Μεγάλης κάθε φορά Δύναμης , λειτουργεί ως σπινθήρας για την επανεκκίνηση της οικονομίας από τα αρχαία μέχρι και τα σημερινά χρόνια. Τούτο βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν καθιστά νόμιμο και θεμιτό και πάνω απ’ όλα ηθικό έναν πόλεμο.
Η ασσυμετρία πολέμου και ειρήνης
Ανάμεσα στις δύο έννοιες, του Πολέμου και της Ειρήνης ως δυαδικό σχήμα, διαπιστώνουμε μία ασσυμετρία αφού, τόσο στην Ιστορία όσο και τη Λογοτεχνία αλλά και άλλες μελέτες, υπάρχουν χιλιάδες σελίδες που αφιερώνονται στον πρώτο, στον πόλεμο δηλαδή, που αφορούν στα αίτια , στα πολεμικά γεγονότα και εν τέλει σε όλα τα γιατί του πολέμου ενώ αντίθετα για την ειρήνη δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε αφού φαίνεται να είναι τελικά το αποτέλεσμα ενός πολέμου.
Επομένως, η αυτοτελής ύπαρξη της έννοιας της ειρήνης απέναντι στην έννοια του πολέμου επιχειρείται σε μία ασύμμετρη σχέση αφού η δημιουργία ή η εξαφάνισή της είναι τελικά συστατικό στοιχείο του πολέμου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ειρήνη, αφού στο σύγχρονο ρεαλισμό ο πόλεμος είναι διαρκής και ο άνθρωπος βρίσκεται σε αναμονή περιμένοντας την κατάλληλη χρονική στιγμή που η προσφυγή στα όπλα δικαιολογείται πλέον, τουλάχιστον τυπικά, από τις καταστάσεις οι οποίες καθορίζουν την απαρχή του. Γι’ αυτό Τόμας Χομπς χαρακτηριστικά γράφει ότι «η φύση του πολέμου δεν είναι η πραγματική μάχη, αλλά μια αποδεδειγμένη διάθεση να τον κάνουμε, εφόσον δεν υπάρχει διαβεβαίωση για το αντίθετο.» Κατά συνέπεια δεν υπάρχει δίκαιος πόλεμος παρά μόνο όταν πρόκειται για ένα πόλεμο για την κατάκτηση της ελευθερίας ενός λαού που έχασε με αυθαίρετο τρόπο και προήλθε από την επιβολή του Δυνατού πάνω στον Αδύναμο.
Αν και τους δύο τελευταίους αιώνες άλλαξε το πρόσωπο του πολέμου ωστόσο ο πυρήνας του παραμένει αναλλοίωτος.
Οι οπλισμοί και οι στρατηγικές έχουν υποστεί σημαντικές μεταμορφώσεις αφού οι ξιφολόγχες και οι χειροβομβίδες, έχουν αντικατασταθεί, εκτός από τα σύγχρονα όπλα, από τις οθόνες των υπολογιστών και ως εκ τούτου ένας πόλεμος φαίνεται εξωπραγματικός γιατί είναι μακριά μας και εικονικός. Στους πολέμους κατάκτησης εδαφών και φυσικού πλούτου εμφιλοχωρούν τεχνηέντως πόλεμοι ιδεολογικής αντιπαράθεσης , κοινωνικών ή και θρησκευτικών ταυτοτήτων αλλά όπως πάντα είναι οι εκκρεμείς συγκρούσεις που συνδέονται με την κατοχή και διαχείριση των φυσικών πόρων που σήμερα σε όλα αυτά προστίθεται και η κλιματική αλλαγή.
Διαβάζοντας τον διάλογο των Μηλίων όπως τον έχει σώσει ο Θουκυδίδης στο Ε’ βιβλίο του καταλαβαίνουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Από τα σημερινά γεγονότα και από άλλα πρόσφατα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που έλεγε ο φιλόσοφος Ευάγγελος Παπανούτσος ότι ένα πράγμα μας διδάσκει η ιστορία ότι δηλαδή τελικά ο άνθρωπος τίποτα δεν διδάσκεται από αυτή.
Υποταγή , σύγκρουση και Ελευθερία
Οι Μήλιοι είναι Δωριείς, άποικοι της Σπάρτης, αλλά προσπάθησαν να μείνουν ουδέτεροι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι Αθηναίοι, των οποίων η κυριαρχία εκτείνεται σχεδόν σε όλο το Αιγαίο, αποφασίζουν να τελειώνουν με τη Μήλο και το 416 π.Χ. στέλνουν μια σημαντική στρατιωτική αποστολή, τριάντα πλοία με σχεδόν τρεις χιλιάδες άνδρες. Μετά την περιγραφή της αποβίβασης (Ε΄, 84), ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει τον περίφημο διάλογο και πρόκειται, απ’ όσο γνωρίζουμε, για τον πρώτο διάλογο σε πεζό λόγο ο οποίος μας έχει παραδοθεί στην ελληνική γραμματεία, ανάμεσα σε Αθηναίους και Μηλίους (Ε΄, 85-111), όπου οι πρώτοι απαιτούν την υποταγή των δεύτερων. Οι Μήλιοι αρνούνται, οι Αθηναίοι τους πολιορκούν και μετά από μερικούς μήνες καταλαμβάνουν την πόλη (Ε΄, 112-116). Αποφασίζουν να σκοτώσουν όλους ανεξαιρέτως τους ενήλικους άνδρες και εξανδραποδίζουν γυναίκες και παιδιά.
Οι Μήλιοι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ως αδύναμοι απέναντι στους Αθηναίους, επικαλούνται με επιμονή τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ηθικής αλλά οι Αθηναίοι απαντούν: «Απαίτησή μας είναι να επιτύχουμε όσα θεωρούμε δυνατά από εκείνα που έχουμε πράγματι στο μυαλό και οι δυο μας, αφού γνωρίζουμε καλά κι εσείς κι εμείς ότι σύμφωνα με την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν και τα δύο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή του, και ότι όταν αυτό δεν συμβαίνει οι ισχυροί υλοποιούν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους…»
Καταλήγοντας μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δίκαιος πόλεμος δεν υπάρχει παρά μόνο όταν αυτός γίνεται για τη χαμένη ελευθερία ενός λαού, για την κατάλυση της κυριαρχίας ενός κράτους με την παραβίαση της κρατικής και εδαφικής ακεραιότητάς του. Γι’ αυτό το λόγο σε αντιδιαστολή, με τον όρο πόλεμος, χρησιμοποιούμε τους όρους εξέγερση και επανάσταση που αφορούν το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας που μόνο αυτό μπορεί να άρει το κολάσιμο των «εγκληματικών» πολεμικών δραστηριοτήτων.
Στην περίπτωση αυτή που τίθεται το δίλημμα της επανάστασης ή της υποταγής ενός λαού στον κατακτητή, για το αναφαίρετο δικαίωμά του να ζήσει ελεύθερος ο πόλεμος απέναντι στον κατακτητή είναι μονόδρομος αφού με τη βία στερεί το πολυτιμότερο κοινωνικό αγαθό που είναι η Ελευθερία.